λικιντάρισμα

λικιντάρισμα
το [λικιντάρω]
(διαλ.) ρευστοποίηση κινητών αξιών ή ακίνητης περιουσίας, εξαργύρωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”